- ραβενάλα
- (ravenala). Φυτό μονοκοτυλήδονο της οικογένειας των μουσιδών, με 2 είδη από τα οποία το ένα ιθαγενές της Μαδαγασκάρης και το άλλο της Βραζιλίας και της Γουιάνας. Είναι φυτά μπανανόμορφα, που φτάνουν σε ύψος τα 30 μ. Έχουν κορμό φοινικόμορφο και φύλλα μεγάλων διαστάσεων μέχρι 10 μ. μήκος και 1,50 μ. πλάτος. Τα φύλλα αυτά έχουν σχήμα βεντάλιας με μακρύ κοίλο μίσχο. Τα άνθη του φυτού είναι μεγάλα, με πέταλα επίσης μεγάλα, σέπαλα χωρισμένα, και καρπό κάψα. Το φυτό ρ. της Γουιάνας έχει βλαστό έως 5 μ. ύψος, φύλλα ωοειδή στο ίδιο περίπου μήκος και άνθη λευκά. Η ρ. της Μαδαγασκάρης έχει βλαστό έως 10 μ. ύψος και φύλλα στο ίδιο μήκος. Από το φυτό αυτό τρέχει, σε σταγόνες, καθαρός χυμός, που συγκρατείται πάνω στα φύλλα και που χρησιμοποιείται ως δροσιστικό ποτό από τους ταξιδιώτες κατά τις διαδρομές τους. Γι’ αυτό και ονομάζεται δέντρο των οδοιπόρων ή δέντρο των ταξιδιωτών.
Το φυτό ραβενάλα της Μαδαγασκάρης.
* * *η, Νβοτ.ι γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη ζιγγιβερώδη και περιλαμβάνει ένα μόνο, δενδρόμορφο, είδος, που είναι ιθαγενές τής Μαδαγασκάρης.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. ravenala, ιθαγενής ονομασία τού νησιού Μαδαγασκάρη].
Dictionary of Greek. 2013.